Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Αξιέπαινοι

Τιμωρημένοι με έπαινο. "Υπήρξατε ικανοί" μας είπαν και μας δέσμευσαν με όρκο, εδώ να βρισκόμαστε, δίχως αλυσίδες, μόνο βαρίδια στην ψυχή. Έλα κοντά μου και δείξε κατανόηση στην θολούρα του μυαλού σου. Μια απόφαση είναι μονάχα, εμείς δεν δικαστήκαμε, μας παράκουσαν και προσπαθούν να μας συνετίσουν. "Εσύ, δεν μας κάνεις" μας είπαν και μας υπέδειξαν την πόρτα, που δήλωνε "καλώς ήρθατε". Σε έπιασα από το μπράτσο και δεν σε κοίταξα. Μέχρι να αποχωρίσουμε από το δωμάτιο, δεν με γνωρίζεις και όσα κι αν σου ψιθυρίζω κανόνισε να τα ξεχάσεις σαν βγούμε απο εδώ.
Σε έχω φιλήσει; σε έχω κανακέψει; σε έχω πονέσει και το αναγνωρίζεις με ένα κάλεσμα.
Κλείσαμε τα μάτια και απλωθήκαμε κατά γης, σαν να μας έριξαν μια βολή στην καρδιά, ενώ φυλούσαμε την ψυχή μας από το κακό.
Τρέξε και έλα βρες με, από τα λόγια που σου υπέδειξα στο χαρτί. Φοβήθηκες που είχε φως η νύχτα και σε φιλούσα σε όλη την διαδρομή, να έχεις την σκέψη σου σε χείλη, όχι σε αυτούς που θα σε λυπηθούν.
"Είσαστε άξιοι" μας είπαν και κοιταχτήκαμε, γιατί αναγνωρίσαμε εχθρό.

Λεπτομέρειες

Σε είδα. Μορφή που έβγαλε τρυφερότητα και άντεξε η ψυχή να κοιτάξει, πριν γυρίσει στο σκοτεινό δωμάτιο. Το φεγγάρι ρίχνει φως στο μπαλκόνι μου και η σκέψη της αγάπης προκαλεί τις σκιές να έρθουν κοντά μου και να δώσουν την μάχη τους για την ίδια θέα.
Σε είδα. Ξεχώρισα τα μάτια σου μέσα στον μαύρο φόντο και επικεντρώθηκα στο άκουσμα της φωνής σου. Ο ουρανός μοιάζει να απομακρύνεται από τα σύννεφα, σαν να είναι συντροφιά του λευκού θεού και όχι δικό του μυστήριο.
Πήρες το χάπι σου; ήπιες την γουλιά νερού που σου άφησε η γεύση αυτή; 

Φιλί, να νιώσω και να με ζητήσεις πάλι πριν κλείσεις τα μάτια σου.
Σκοτεινό το δωμάτιο, αλλά έξω κοιτώ.
Στις λεπτομέρειές σου ταξιδεύω. Ωρίμασα και τακτοποίησα τα χάδια να με καλωσορίζουν μόνο, όταν ο μορφέας μου το επιτρέπει.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Επιλογή

Φορά τις μπογιές της, τραβά την τέλεια γραμμή και δεν κοιτά τον καθρέφτη, ξέρει. Ανασηκώνεται ελάχιστα από τον βελούδινο θρόνο της, να περάσει τα πούπουλα στα χέρια της και με αργή κίνηση θα πιάσει το καμινέτο να φυσήξει σιγά τον καπνό που λιβανίζει το δωμάτιο. Πιάνει τα γάντια στα χέρια της και τρέμεις, μήπως ήρθε η στιγμή της αναχώρησης.
Έχει δουλικό και δυο υπηρέτριες που την αποκαλούν "μαντάμ", υπόκλιση πριν ρωτήσουν και όταν τους καλεί, θα πρέπει να φανούν χαζοί, ώστε να τους υπαγορέψει τρόπους και τα συναφή.
Ξεγελά τους πάντες, πως τάχα μου είναι πλουσία, πως έχει φήμη τρομερή, όλοι προτρέχουν να της  ανοίξουν τις πόρτες, αλλά η ίδια είναι που τις κλείνει με ορμή και λαχταρά λίγο ψωμί και τυρί, όπως παλιά.
Κοιτά αφ υψηλού και παρατηρεί το πέρασμά σου. Ήσουν ντελικάτος, ήσουν ιππότης και ευγενής ή άξεστος χωριάτης, από τα μέρη της αγαπητός! Θα σε προσκαλέσει κοντά της, σε διπλανό ανάκλιντρο και θα σε ακούσει με προσοχή, δήθεν πως είναι ενδιαφέροντα όσα της ξεστομίζεις, αλλά εκείνη ξέρει, πως γνωρίζεστε, μα πρέπει να φανείτε πειστικοί για τις ορέξεις των αφεντικών σας.
Φορά μάσκα ζηλευτή από την Βενετία, αλλά τα μάτια της δεν άξιξαν άλλο φεγγάρι όλη νύχτα.
Σηκώθηκαν όλοι να την αποχωριστούν και σου ψιθύρισε πως θα είναι μια ζωή ψεύτικη για το δικό σου στοιχειό.

Αμμουδιά

Είμαι ευτυχής και κρύφτηκα να μην με δει κανείς και με γρουσουζέψει.
Είμαι δυστυχής και βγήκα φόρα παρτίδα στις οθόνες τους, την ώρα του τελικού. Στην ομορφιά σου πίνω και σε 'σένα αφήνομαι ολοκληρωτικά, ώστε να έχω πρόχειρη την δικαιολογία.
Τυλίγεται το κορμί, δεν στο ζητά, στο δείχνει και επιζητά το χάδι, στο νανούρισμα. Τι είναι αυτό που νιώθεις σε μένα και δεν μιλάς; σου κρατώ το χέρι κι ας μας χωρίζει μια πραγματικότητα. Γέμισε η ψυχή από πράγματα, λίγα και καλά και εφόδια έφτιαξε για να αντιμετωπίσει την μοναξιά της ζωής.
Όταν πενθώ, σκέφτομαι εσένα, γιατί ζω εμένα. Όταν πέφτει η νύχτα και μέσα μου σκάνε κύματα, λέω πως δεν θα δακρύσω, εγώ είμαι δυνατή, εγώ, και η σιωπή πνίγει την φωνή.

Όσες φορές καταλήγω στην παραλία, δεν κοιτώ πίσω. Έχεις ουρανό να χαζέψεις για αιώνες ολόκληρους και μια θάλασσα, η οποία θα σου επιδεικνύει πόσα ακόμη δεν μπορείς να φανταστείς.
Όταν χαμογελώ, σκέφτομαι εσένα, γιατί εγώ παρέδωσα.
Την αυγή έλα, χτύπα μου το κουδούνι και θα μοιραστούμε το πιοτό και το τσιγάρο. Ακόμη και το φιλί, που θα έχει πάρει την μορφή της, δεν θα το αναγνωρίζεις.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Ρομάντζο

Να ζει  κανείς ή να μην ζει; ιδού η "απουσία" και τράβα και φώναξε τον Ρωμαίο που κάθεται και τσιλημπουρδίζει στο απέναντι μπαλκόνι με την Ιουλιέτα, μην τους πετάξω κανά γιαούρτι.
Ας έρθω στα συγκαλά μου όμως πρώτα κι ας αναρωτηθώ, αν όντως ζω και τον Ρωμαίο τον δόλιο, τον ξαναπετυχαίνω λίγο πριν το μνήμα. Μακάβριο ε! Σκέψου τις διδαχές σου και άσε τα "πω πω πω" και τα "ουφ" και ξεκίνα και σκάβε. Για τον θησαυρό τα λέμε και αργότερα, τώρα είναι επιτακτική η ανάγκη να καθίσουμε και να ανταλλάξουμε λόγια σταράτα και αντρίκια.
"την αγαπάς;", "προβληματίζει την σκέψη σου, την ύπαρξή σου;"
Φίλε, ξεχάστηκες, για την ζωή σου μιλώ και εσύ ονειροπολείς αστέρια και μπαλκόνια με χρυσομαλλούσες.
Εδώ που τα λέμε, ήσυχα και τολμηρά, αφέσου, φάε  το γιαουρτάκι και το μέλι άστο για τους απέναντι.

Αμαρτωλή

Να αφήνεις και να αφήνεσαι με σύνεση. Μπόρα και άφησες ανοιχτό το παράθυρο, να σε καλωσορίζουν οι μυρωδιές και η υγρασία. Νότισαν τα χαρτιά και γίνηκαν παλιά, όπως τα βιβλία του παππού σου, που ήταν αφημένα στο υπόγειο. Σε ένα από τούτα τα τετράδια ξεκίνησες να γράφεις και να σημειώνεις με μολύβι, αν και ήξερες πως σβήνει.
Να δίνεις και να δίνεσαι με μέτρο. Ο αέρας γίνηκε πιο έντονος, αλλά συνέχισες να είσαι στο μπαλκόνι με την γραφομηχανή στο λευκό, μικρό τραπεζάκι που με τα βίας την χωράει.
Στο ίδιο γράμμα κολλά, γιατί αυτή την λέξη την έχεις χιλιοαποτυπώσει και το μελάνι διαδηλώνει σε μέρα περίεργη.
Να αφήνεις να δίνεσαι με θαλπωρή στους άλλους, εσένα ποιος σε πόνεσε, ποιος σε γύρεψε;
Η σειρά μεγάλωσε και το συσσίτιο δεν θα φτάσει. Σκέφτηκες πολλά, η λύση όμως μια μοιάζει  να ταιριάζει γάντι και ξεκίνησες το τραγούδι, πριν διασπαστεί το πλήθος από την βροχή.
Όλοι σε ξέρουν, μα κανείς δεν σε αναγνωρίζει πια.
Να δίνεις και να αφήνεις στίγματα από ψυχή. Αν το καταφέρεις, πες μου ψυχή και νούμερο, θα 'ρθω πρώτη και θα παρακαλέσω για συγχώρεση.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Πεταμένα όνειρα

Πεταμένα όνειρα σε στοίβα σε μια γωνιά. Διακοσμητικό στοιχείο τα δάκρυα, σε θέση των κρυστάλλων και της καλής πορσελάνης της μαμάς. Όλα τακτοποιημένα, ακόμη και τυφλός θα σε έβρισκε, είτε με την αφή, είτε με την ακοή. Δίσκος με τόσες γρατζουνιές από την βελόνα κι όμως αν δεν ακούσεις την μελωδία που βγάζει το γραμμόφωνο δεν κοιμάσαι πια τα βράδια.
Σκέφτεσαι πως ήταν χορευτής καλός και φέρνεις με το μυαλό σου  τις κινήσεις του κορμιού του, πάνω στα χείλη σου. Δαγκώνεσαι. Ούτε άχνα δεν θα βγάλεις. Πρέπει να τελειώσει τις φιγούρες του, να ακουστεί το χειροκρότημα και ίσως τότε φωνάξεις "Μπράβο!".
Φυγαδεύτηκαν τα όνειρα με σειρά προτεραιότητας και άφησες στον Μορφέα να κάνει την υπόλοιπη βρομοδουλειά. Θα σκεπάσει τα έπιπλα με τα λευκά σεντόνια της προίκας και θα μείνει πίσω, να προσέχει τα παιδιά.
Πρώτη φορά γράφεις, δίχως να ακούς νότες, δίχως να αναζητάς το γιατί να φέρει δάκρυα στα μάτια.

Μορφή και μοίρα

Είχες ποτέ ψυχή; τι κι αν νιώθεις, πόνος είναι το συναίσθημα που επικρατεί όλων. Το κορμί κάνει υπακοή και το μυαλό προβάλει εικόνες, λες και είναι στο σινεμά.
Αδύναμος χαρακτήρας, από όλους θα σε κοίταζε στα μάτια κι ας ήταν δακρυσμένα, την αίσθησή τους να πάρει. Μάταιος ο κόσμος και η λύτρωση δεν έρχεται ποτέ, δεν έχει υπάρξει συνεπής. Εγώ σε ξέρω και εγώ σε μοιράζομαι με την πίκρα του τσιγάρου μου. Ήξερες ποτέ την επίγευση του καπνού σου;
Νόμιζες πως είσαι αρκετά έξυπνος για να ξεγελάς τον εαυτό σου κι όμως η νύχτα δεν δείχνει έλεος.
Τα βλέφαρα δεν κλείνουν πια, πονά η σκέψη πως θα φέρουν όνειρα.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Νουβέλα

Ήταν μια διαδρομή που ήθελες να ακολουθήσεις, θυμάμαι. Ήταν κάτι τόσο έντονο που δεν σε έκαιγε, απλά σε πλημμύριζε με τόσα συναισθήματα που ο κόσμος σταματούσε για ώρες. Είναι τόσα που έχουν χαράξει την δικιά τους πορεία, που δεν θα άφηνα το μυαλό να λησμονήσει κάτι. Είναι τόσες οι λεπτομέρειες, που τα μάτια κλείνουν πάντα για να αποτυπωθούν όλα όπως τους αρμόζει.
Ταιριαστό ζευγάρι. Θα τους έβλεπες να στέκονται δίπλα ο ένας στον άλλον και θα αντίκριζες μια μορφή μονάχα, αυτή του ονειρικού, μέσα από την ματιά ενός ρεαλιστή. Σε έχω νιώσει τόσο, ώστε οι πληγές μου να μην γνωρίζω αν μου τις δημιούργησαν άλλοι ή αιμορραγώ για να μην φανεί σε δικό σου σώμα.
Είναι ένα μονοπάτι, γιατί αυτό ήθελες να ακολουθήσεις. Είναι μια ιστορία από κάτι τόσο ουσιαστικό, που οι παλμοί σταματούν φεγγάρι και ουρανό για να δουν την αλήθεια.
Ήταν μια κίνηση, είναι ένα χάδι. Η ψυχή μάτια μου δεν προδίδεται από πράξεις, μόνο από ευχή και εγώ δεν στην φανέρωσα.
Είναι μια σκέψη, ήταν ένα ποίημα.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Δακρυρροούσα

Πότε σταμάτησαν τα δάκρυά σου; ποιος σε έπεισε και πίστεψες πως δεν είσαι μόνη ανάμεσα σε τόσους ωκεανούς; το χρώμα σου χλωμό λευκό και σε έντυσαν με φτερά στο κεφάλι, σου έβαλαν κορδέλα και έναν πορφυρό μανδύα να είσαι βασίλισσα.
Είσαι επιλογή, να εύχεσαι να σε έχω διαλέξει και όταν η αλμύρα είναι στα χείλη σου, μου είναι γνώριμη η γεύση και δεν θα διστάσω να σε φιλήσω.
Ποιός κόσμος είναι δικός σου; ποια τα γνωρίσματά του; υγρασία μου απαντάς και χάνεσαι, γιατί σε έλιωσε το σκοτάδι. Να σε ορίσω ιππότη ή βασιλιά; στα μέρη μου έχει χηρέψει η θέση και ο θρόνος έχει υποστεί ιστούς και φόβους.
Ποτέ δεν σταμάτησαν τα δάκρυα, ποιος σου είπε τέτοια ασύστολα ψεύδη; στολίζουν χρόνια την θάλασσα που με ορίζει.

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Παιχνίδι

Έβαζε το φιάσκο πάνω στο κεφάλι του, εκεί να στρέφω τα μάτια μου όσο μου μίλαγε για να μην βλέπω την ματιά του, που χάζευε το χαμόγελό μου. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω το γέλιο μου και προσπαθούσα να τον διακόψω, μπας και με συγχωρούσε, μα δεν θα άφηνε την εικόνα να φύγει εύκολα.
Σε ξέρει όσο κανείς, τον προσπερνάς τόσο δύσκολα, κι όμως το πράττεις για να νιώθεις την δύναμη της έλξης να σε φέρνει στην αγκαλιά του.
Είχα βάλει στόχο το αστέρι πάνω από το κεφάλι του, εκεί να κοιτάζω όσο μου μιλούσε για το παρελθόν και εκείνος έριχνε την ματιά του στην θέρμη που ακτινοβολούσε ένας ανύπαρκτος γαλαξίας στο βλέμμα μου.
Με κατέχει όσο κανείς, με προσπερνά τόσο εύκολα, κι όμως το πράττει για να νιώθει, όπως την μέρα που σε γνώρισε. Η αλμύρα τον τράβαγε και ζητούσε απεγνωσμένα τα υγρά χείλη σου.
Τοποθετούσε έναν κόσμο πάνω από το κεφάλι μου και εγώ δεν ήξερα. Κρατούσε τα χέρια του, τον βοηθούσα σε ό,τι μετέφερε.
Ένα πράγμα μου ζήτησε "Μην κουνηθείς", και εκείνος απομακρυνόταν, να δει πως φαινόταν από μακριά. Ήθελε να δει πως μοιάζει το αστέρι που κοιτώ πάνω από την μορφή του.
Το κρασί μην ξεχάσεις. Κάθε γουλιά και ένα φιλί, υπόσχεση.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Πρόσκρουση

Κινιόταν απειλητικά προς το μέρος σου, αδιαφόρησες και στάθηκες ακίνητη. Είχες ακούσει πως αν δεν δείξεις φόβο, θα σε προσπεράσει. Αν τον κοίταζες στα μάτια, θα έπρεπε να σε κομματιάσει, δεν αρέσκεται σε ψυχές. Σε έδενε και όριζε την περιοχή όπου θα περπάταγες, γονατιστή, αδιαφόρησες και στάθηκες ακίνητη. Σου είχαν πει πως αν δεν δείξεις υποταγή, θα σε κρατήσει ζωντανή. Αν αντιμιλούσες, θα έπρεπε να σε γευτεί, αρέσκεται στο τσαγανό.
Παρελθοντικός χρόνος προς το μέρος σου, ξωπίσω σου και δεν αδιαφόρησες, απόκρουσες τις κατηγορίες και ξύπνησες την στιγμή που ο φόβος σε περικύκλωνε μέσα στο όνειρο.Θυμώσουν πρόσωπα και το δωμάτιο που ήταν σκοτεινό κι ας υπήρχε φεγγάρι στο παράθυρό σου.
Κραυγή και σαν να σταμάτησε η άμμος  να κυλά αντίστροφα στην κλεψύδρα.
Εσύ θα ορίζεις, όχι η ζωή.

Εξαπάτηση

Εξαπάτηση μύριζε από χιλιόμετρο κι όμως πλησιάζες με τόση μεγάλη ταχύτητα. Ήθελες να τον δεις, να το νιώσεις τόσο έντονα, που δεν θα θυσίαζες τον χρόνο. Περιέργεια ψέλλισε και χαμογέλασε με ικανοποίηση πως ήσουν εκεί. Ήταν φτασμένος, ήσουν μικρή με μυαλό περίτρανο αρκετά ώστε να γνωρίζει συνέπειες και άλλοθι. Φώναξε το κοινό και σε μετέφεραν σε νωπό σώμα η υγρασία των ματιών να μην σε επηρεάζουν, μα ούτε το φιλί. Εσύ θες φως, ζεστασιά για να μετατραπείς σε ηλιαχτίδα και να χαθείς εμπρός σε ένα φεγγάρι. Εσύ είσαι χρυσός, εκείνος ασήμι, ασύμβατη η προσαρμογή.
Ξέρεις πως είμαι ισχυρός, ήξεραν πως φαινόσουν μικρή, αλλά με κοφτή ματιά που δεν άφηνε περιθώρια για χρόνο.
Παραπλάνηση ήθελε να είναι, αλλά δεν είχε μετριάσει το σκηνικό, δεν είχε σβελτάδα αρκετή να σε προλάβει, ήσουν ήδη εκεί.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Ουρανός

Ήθελε δυο λεπτά μόνο για να τερματίσει τον λόγο του και δεν ήσουν παρούσα. Περασμένες δόξες το κοινό που χειροκροτούσε για να μην ακουστεί το κλάμα και ευχήθηκες μια υπέροχη βραδιά σε όλους τους παρευρισκομένους. Χρυσή βροχή αναπηδά από τον ουρανό. Το παράξενο είναι πως δεν υπάρχουν σύννεφα,  όχι το φαινόμενο.
Αρέσκομαι στο να σε παρατηρώ και να βγάζω πόρισμα με εικονίδια ή με την φυγή μου. Όσο πιο μακριά, ίσως πιο αληθινά να νιώθω.
Ήθελε ένα λεπτό να καταλήξει την κουβέντα του στην ύπαρξη σου και δεν ήμουν παρούσα. Προσπέρασε τον κόσμο και το χαλί ακολουθούσε τα βήματά του, όσο η πορεία του ήταν προμελετημένη για να σε δοξάσει.
Ο ουρανός ξέχασε να κρυφτεί και φάνηκε πως χρώμα δεν είχε ποτέ, αλλά όνειρα για μορφές.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Κουσούρι

Τι χρώμα έχει ο κόσμος; δεν προσδιορίζω, γιατί δεν με νοιάζει και στην τελική. Είχε πει πως δεν είχε μιλιά και λόγια ακούγονται από το στόμα του. Ειπώθηκε πως θυσίες έκανε, πως δεν συνηθίζεται στα μέρη του να εξωτερικεύεται και χαρτί σου έφερε με ζωγραφιές. Χαραγμένα αρχικά και ένας κόσμος με σύμβολα, που το μυαλό σου τα λογίκευε και τα έκανε μορφές.
Χτυπάς το πόδι και ο ρυθμός έρχεται από μόνος του, σαν σκυλί που περίμενε στην γωνιά του για τούτο το κάλεσμα.
Το ξέρω πως είσαι καλός, είσαι ικανός, για έναν άλλον κόσμο ο εκλεκτός και για αυτό επιλέγεις σχήματα που είναι ξεκάθαρα και συνηθισμένα. Λένε πως το μαύρο δεν υπάρχει στην φύση, αλλά εμείς το φτιάξαμε και όπως και το λευκό, κρύβει όλα τα χρώματα. Η διαφορά είναι, και θα την βρεις και μονάχος, το ένα αντανακλά το φως, το άλλο το φασκιώνει και το κρατά.
Κουμπότρυπα και χώρεσε χέρι να περάσει και να φτάσει σε προσήλιο και σκιερό μέρος.
Κούμπωσε το σακάκι, ακόμη κάνει κρυο!
Έφτασα στην τσέπη σου και έχωσα το χέρι μου και ας έτρεμα ολόκληρη πως θα με καταλάβεις, πως συνήθειο το έχω να αιφνιδιάζω, να μην με τσακώνουν και να χαμογελώ στην κάθε σκανταλιά.
Φόρεσέ με, θα σε ντύσω, να μπορώ να μπαλώνω την υφή σου.
Στην τελική δεν με ένοιαζε ποτέ ο κόσμος, μα το πως τον βλέπεις να ζει!

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Τρικυμία

Μένει στην ζωή σου το χάδι ή ξεφτίζει το φιλί; σκέψη δεν φάνηκε ακόμη ικανή να πει τις λέξεις που το κορμί κρατούν κρύο και απόμακρο. Χιόνι σε λασπωμένο δρόμο και όσο κι αν ομορφαίνει η μορφή της, εκεί βαδίζει. Δέκα πιθαμές όλες κι όλες και στην ψυχή σου αποτυπώματα ή ενθύμια; πέρασαν άμαξες και συνεχίζεις πεζός σε τούτο τον δρόμο, δίχως να θες φως, τον ουρανό να μπορείς να δεις ξεκάθαρα και εκείνος να ορίζει την διαδρομή σου.
Έξω από την εικόνα τα χρώματα κάθονται σε τάξη, να μουτζουρώνουν μόνο τα πινέλα και το δέρμα σου. Φουρτούνα σηκώθηκε στο πανί και η αντίδραση ήταν ένα βήμα πίσω και μια αστραπιαία  κίνηση να πιάσεις το κάδρο-πορτρέτο. Έσπασαν τα γυάλινα, τα κρύσταλλα και θρύψαλα σταμάτησαν στο κορμί σου επάνω, χαρακιά και διαμάντι βγάζεις. Δεν μάτωσες, σου έμοιαζε και αυτό υπήρξε βάλσαμο.
Μένει στην ζωή σου το χάδι ή ξεφτίζουν οι λέξεις αν δεν είχαν γραφτεί ποτέ τους; σκέψη δεν φάνηκε ακόμη ικανή να σου πει πως σε ορίζει.

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Διαχωρισμός

Η μέρα σταματά κ η νύχτα απομονώνεται. Όταν σου αποδίδουν τον τίτλο του ένοχου, τι κάνεις; αντιδράς με σιωπή ή απλά κοιτάς; προχώρησα ένα βήμα παραπέρα και δεν αφέθηκα σε τύψεις παρά σε ένα φιλί, που έσταζε μέλι και αλμύρα. Δυο κομμάτια το πάζλ. Όταν σου έχει δώσει το ένα μέρος, πως κινείσαι; απομακρύνεσαι ή απλά αναμένεις την έλευση των πεπραγμένων της;
Ο πιο τολμηρός κοιμάται και στέλνει τον μορφέα στον άλλον να μεταδώσει τις εικόνες από τις ζωγραφιές του. Τρεις γουλιές απέμειναν από το πιοτό σου και δεν τις απόλαυσες, σου πήρα το ποτήρι ή το έχυσες πάνω μου, αντίδραση για το χάδι μου;
Η μέρα σταμάτησε να αποδίδει και η νύχτα αποσιώπησε τα κενά. Όταν οι χαρακιές έχουν βρει ιδιοκτήτη, πληγώνει το να δείχνεις ένοχος που τις έφερες σπίτι και όχι αφημένες σε τύχη μοίρας.
Εγώ...
Εσύ όμως;