Να με πληγώνεις, να νιώθω, να ξυπνάω από λήθαργο, από την απομόνωση που ζω χρόνια. Είχες πει "να με προσέχεις" και εγώ σε άφησα να χαθείς σε λημέρια άγνωστα και σκοτεινά. Γυρνάς στο συνηθισμένο, στο οικείο κι ας έχει βγάλει οπλές για να σε αφοπλίσει.
Θες να πούμε δυο κουβέντες κι ας είναι αντρίκειες; να σε χτυπήσω στην πλάτη με χάδι κατανόησης, όχι καχύποπτο και καθησυχαστικό.
Αμφιβάλλεις, λες, πως υπάρχω στον κόσμο σου, πως ανασαίνω και εγώ καθόμουν μερόνυχτα δίπλα στις σκέψεις σου, λες και δεν υπήρχε το αύριο, ίσως από φόβο, ίσως λόγω του ότι, ετούτο το άμοιρο φιλί λαχταρούσε χείλη και φωτιά.
Να σε πληγώσω, να νιώσεις τον λήθαργο που βρισκόσουν, που είχες παραδοθεί στην προκατάληψη και στο χθες.
Θες να πούμε δυο κουβέντες κι ας είναι αντρίκειες; να σε χτυπήσω στην πλάτη με χάδι κατανόησης, όχι καχύποπτο και καθησυχαστικό.
Αμφιβάλλεις, λες, πως υπάρχω στον κόσμο σου, πως ανασαίνω και εγώ καθόμουν μερόνυχτα δίπλα στις σκέψεις σου, λες και δεν υπήρχε το αύριο, ίσως από φόβο, ίσως λόγω του ότι, ετούτο το άμοιρο φιλί λαχταρούσε χείλη και φωτιά.
Να σε πληγώσω, να νιώσεις τον λήθαργο που βρισκόσουν, που είχες παραδοθεί στην προκατάληψη και στο χθες.