Είναι κάποιες στιγμές που μέσα στην κούραση, την θλίψη, το τσαλάκωμα, έρχεται η σκέψη και φέρνει στο προσκήνιο των ματιών, την εικόνα της. Την θύμηση της μορφής της, όταν ήσουν ακόμα παιδί, που δεν χρειαζόταν να της ζητήσεις κάτι, κι όμως θα σου έλεγε δυο κουβέντες και θα σε έφερναν κοντά της, να θέλεις να σε μάθει να πλέκεις σταυροβελονιά, να της πεις το μάθημά σου, να την διακόψεις την στιγμή της ανάγνωσης του μαύρου κοτσονάτου προσευχηταρίου της, επειδή ήταν κάτι που έκανε συνεχώς και δεν έμοιαζε παράταιρο, ήταν στοιχείο δικό της, και ήσουν χαρούμενη, γιατί έπαιρνες αγάπη, απλά επειδή ήταν εκεί τους χειμώνες.
Της παραχωρούσες το κρεβάτι σου δίχως να αγκομαχάς, θα της πήγαινες την σούπα της και θα περίμενες πάντα με ανυπομονησία τα γλυκά της που μύριζαν μοσχοκάρυδο. Είναι κάτι που μου την θυμίζει πάντα, είναι κάτι δικό της, στοιχείο της ψυχής της, της φροντίδας της, της θαλπωρής που σου πρόσφερε μόνο και μόνο που σε έβαζε να συμμετάσχεις στην σκανδαλιά για ένα γλυκάκι ή για λίγο παραπάνω φαϊ για τη λιγούρα.
Είναι κάποιες στιγμές δύσκολες, που μοιάζει η ψυχή να μην αντέχει, κι όμως η θύμησή της αναδύεται με έναν μυστικό τρόπο και σου υπενθυμίζει να κάνεις τον σταυρό σου στο μαξιλάρι σου, πριν κοιμηθείς, στο προσκέφαλό σου και αυτό αρκεί για να έρθει ο Μορφέας κοντά σου.
Τίποτα δεν μοιάζει τυχαίο γιαγιάκα μου, συνονόματη, που σου πήρα όλες τις χάρες και τα κουσούρια, που διάλεξες να φύγεις Μεγαλοβδομάδα, ανήμερα Πρωτομαγιάς, ημέρα γενέθλια.
Ξέρω, είσαι δίπλα μου, δεν στο ζητώ!
Δεν σε ξεχνώ και είναι τω ψυχών, που θέλουν το μερτικό τους!