Πλησίαζε, κατηφόριζε και ένιωθε την ύπαρξή του να μηδενίζει και να επιταχύνει προς το σημείο της πρόσκρουσης. Να κοιμηθώ και να ανοίξω τα μάτια μου μόνο, όταν θα είσαι εδώ, αυτό ψέλλιζε και η προσευχή του γινόταν όλο και πιο έντονη, σαν ακούμπαγες το πρόσωπό του, να καθαρίσεις τα γυαλιά.
Σε ήξερε και δεν μίλαγε, σε άγγιζε και προσέλκυε την σιωπή να βγει σε παράθυρο μέρας.
Να μιλάς και εγώ θα σε ακούω. Να περνάς, μα να κοιτάς τα μέρη και τις στιγμές, ο χρόνος δεν χαρίζει.
Πλησίαζε, κατηφόριζε και ένιωθες πως μηδένιζε για να φτάσει στο άπειρο γρηγορότερα από ό,τι είχες υπολογίσει. Φτωχός, με ένα πανωφόρι, τρύπιες κάλτσες και οι τσέπες γεμάτες με ζυμωτό ψωμί. Να ανοίξω τα μάτια μου μόνο, όταν θα είσαι εδώ, αυτό ήθελε να καταφέρει και ήλπιζε σε άλλη παρουσία.
Ξέμεινε, έτσι έμοιαζε, μα είχε σταθεί όρθιος πάνω σε σημείο νεκρικό, σε σημείο που όλα τα καθόριζε το κρύο και η νύχτα.
Ας ελπίσουμε σε μια αγκαλιά να βρει την προσμονή. Ας ελπίζουμε πως είναι ήρωας αφανής, όχι ξεχασμένος.