Το όνειρο κοιμάται ήσυχα σε ένα τοπίο γυάλινο. Στρωμένο το κρεβάτι του απείραχτο, ξενύχτησε εμπρός στον ορίζοντα. Χάζευε, αφαιρέθηκε, όχι παρατηρούσε τις αλλαγές που ξέφυγαν από τα μάτια σου. Σου έμοιαζε, σε ήθελε, σε καλούσε και από όλο αυτό, μπόρεσε, είχε την δύναμη, και ζωντάνεψε ένα φιλί. Αρκέστηκε σε αυτό η νύχτα και έσβησε όσο πιο αργά μπορούσε στην σκέψη του.
Δεν έχω πια καπνό να φουμάρω και του άφησα τα λιγοστά χαρτάκια μου, ως ένδειξη καλής πρόθεσης για το γκράντε φινάλε.
Σε λάτρευε, σε πιστεύει, σε αποθεώνει, σε εξύψωνε και ισορροπεί. Δεν είναι όμορφα στην άκρη του κόσμου; στην κόψη και στην ζωή που σε αφήνει σε γη να πατάς, να σε ξεγελά πως δεν αποτελείς μέρος της, ενώ είσαι μια από τις πληγές της.
Το όνειρο κοιμάται ήσυχα, σε αυτό που μόνο του έφτιαξε για μορφέα.
Δεν έχω πια καπνό να φουμάρω και του άφησα τα λιγοστά χαρτάκια μου, ως ένδειξη καλής πρόθεσης για το γκράντε φινάλε.
Σε λάτρευε, σε πιστεύει, σε αποθεώνει, σε εξύψωνε και ισορροπεί. Δεν είναι όμορφα στην άκρη του κόσμου; στην κόψη και στην ζωή που σε αφήνει σε γη να πατάς, να σε ξεγελά πως δεν αποτελείς μέρος της, ενώ είσαι μια από τις πληγές της.
Το όνειρο κοιμάται ήσυχα, σε αυτό που μόνο του έφτιαξε για μορφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου