Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Περνά ο χρόνος

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα σε αυτό το κείμενο θα γυρνώ και θα βλέπω, πως η ανάγκη του ανθρώπου είναι η παρηγοριά. Ουδείς θα σε κατανοήσει πλήρως και ουδείς πλην του ίδιου σου του εαυτού δεν θα σε λυτρώσει, από τους φόβους και τις φοβίες σου.
Πάνε 7 χρόνια αισίως που ανακάλυψα τον "κόσμο" του blog από την isimeria , ένα σπιτικό για την σκέψη και την ψυχή μου.
Η μεγαλύτερη προσμονή, το να δημιουργεί εικόνες στον αναγνώστη, γνώριμες, με συναισθήματα.



Ο κόσμος του ονείρου

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Περάσματα

Εικονικά περάσματα , δηλωμένα εξαρχής για αποφυγή παρεξηγήσεων. Προσπερνάς κι ας έχεις σφιγμένη την ψυχή. Θα πατήσεις λίγο πιο πολύ το γκάζι, θα ανοίξεις λίγο, πιο πολύ το παράθυρο και το δάκρυ θα γλιστρήσει λόγω ταχύτητας. Δεν θέλω να ξέρω αν έκλεισα κατά λάθος την πόρτα ή αν απλά μου πήραν τα κλειδιά, αυτή την στιγμή το μόνο που έχει σημασία, είναι η ροπή.
Όλα ήταν μεθοδευμένα, υπέρ σου κουτό, να περάσεις από εδώ που είχες τόσο καιρό να φανείς. Είχε χαθεί χαμόγελο, είχε παύσει πνοή και η υγρασία έστηνε πάχνη σε βλέφαρα.
Ξέρεις, δεν θα περίμενα κάτι διαφορετικό, αν και πάντα ήλπιζα σε λάθος μου, αν και ήξερα πως ήμουν σωστή.
Τα όνειρα έχουν πάρει μια και καλή την θέση της ζωής και όποιος πλειοδοτήσει θα έχει να το περηφανεύεται, πως αγόρασε χρυσό σε αιώνα άνθρακα.
Τα μάτια έσφαλαν, δεν ξέρω τι να σου φέρω!
Έκατσα συνάμα σε μια παγίδα και περίμενα τον κυνηγό. Είχα στα χέρια μου τιμόνι και αίμα.
Μόλις προσπέρασα μια φωτιά σε αφιλόξενη γη.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Προσοχή

Πρόσεχε, περνάει, δεν ρωτάει και αν άνοιξες σε βρήκε, ειδάλλως ξαναμέτρα ώρες μέχρι να ξανάρθει τυχαία στο πέρασμα. Πρόσεχε, κάνε στην άκρη, βαστάει μια ντάνα πράματα και αν σκοντάψει, σε σένα θα τα ρίξουν και άντε ξαναμέτρα τις κούτες και τους φιόγκους από τα φορέματά τους. Υποκλίνεται ορθώς, κοντοστέκεται ένα δευτερόλεπτο και έχει χαθεί από τα μάτια σου, πριν καλά καλά έχεις σχηματίσει την κορμοστασιά του στα μάτια σου. Ξέρει πως όσο κι αν κάτσει πλάι σου, σε λίγο διάστημα δεν θα τον αναγνωρίζεις.
Στάσου όρθια, κομψά με στητό στο στέρνο και αν σε παρατηρήσει, να εύχεσαι να είναι η στιγμή του κολατσιού, ώρα ιερή. Θα αφήσει συνταξιδιώτες και οδοιπόρους και θα καθίσει επί γης, θα ανοίξει το μικρό του τεφτέρι και θα ξεκινήσει την τέχνη της γραφής.
Στάσου, μια σταλιά παιδί και έμειναν δυο γουλιές. Την δύναμή σου, πως ξεχνάς!
Ετοιμάστηκα, έκατσα προσοχή, εντός πλαισίων και προδιαγραφών.
Είπα ένα τραγούδι, την στιγμή που πέρναγε και το έκανε εικόνα.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Ριπές

Ψηλάφιζε τις πληγές με δάχτυλα γεμάτα χαρακιές, να καταλάβει αν έχει περιθώριο ζωής. Κλειστά τα μάτια, δεμένα από εχθρούς, δεν τολμούσε να απαλλαχθεί από το πανί, που είχε γίνει ροζ πια από το αίμα. Γύρω το μόνο που θα ξεχώριζες, ήταν γκρι χρώμα γκρεμισμένο και αυτό από τις ριπές. Όνειρα έβλεπε αντίκρυ της να την παρακαλούν για ένα σημάδι από την ψυχή της, πως δεν θα τα εγκατέλειπε, μα δάκρυ λάμβαναν. Πως να σε φέρω πίσω και εδώ να σε κρατήσω; σε ζητούν ουρανοί, θεοί και μια μορφή που ακόμη προσεύχεται για σένα.
Νωχελικά κινούσε τα χέρια της πάνω στο κορμί της, ενώ ο θάνατος φλέρταρε με την σκέψη της στο επόμενο λεπτό. Κόπηκε το τραύμα από χέρι ξένο και ενώ όλοι είχαν γυρίσει βλέμμα να μην κοιτούν, εκείνη μίλησε και ζήτησε συγνώμη που πια δεν μπορούσε να κάνει χατίρι και να τους κάνει να ελπίζουν, πως ήταν άγγελος και όχι ιδέα.
Ξάπλωνε το κορμί της και το σκέπαζε με φύλλα, όχι δεν έκανε φωλιά, μα οριοθετούσε το τέλος για εποχές και αιώνες.
-Εσείς, να μείνετε εδώ, εγώ πεθαίνω. Εσείς, να κοιτάτε, εγώ θα λιώνω το κορμί μου για να ζήσει η σιωπή.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Σημάδια παραδείσου

Φόραγε τα τακούνια της καθώς κατέβαινε τις σκάλες. Ίσιο μαύρο φόρεμα που κάλυπτε όσα έπρεπε, και ένα μαντό από πάνω που ήταν σφιχτά δεμένο γύρω από την μέση της. Δεν είχε αντιληφθεί πως την παρακολουθούσε. Ίδιος τύπος κάθε μέρα, σκούρα μαλλιά, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και μάτια που γυάλιζαν μόνο στο αντίκρισμά της. Κατηφόριζε δρόμους, σοκάκια με τις κόκκινες γόβες της και με χείλη που έμοιαζαν να είναι ταιριαστά στο χρώμα του πάθους.
Έβγαινε άχνα από την ανάσα της και ήταν αρκετό για εκείνον για να παίρνει παράταση η ζωή. Υγρή νύχτα και κρατιόταν από την τσάντα της, μέχρι να φτάσει στο γνωστό υπόγειο για μια ακόμη παράσταση. Εκείνος, θαμώνας στο πίσω πίσω τραπέζι, να κλέβει κινήσεις και αναστεναγμούς.

Γουλιά από πιοτό ήταν το μόνο που ξεκούραζε τους παλμούς του, ενώ εκείνη λικνιζόταν σε ρυθμούς που ήταν εμπνευσμένοι από την δική της ζωή.
Σκότος, πίσω στην ίδια διαδρομή, αλλά αντίστροφα. Ανέβαινε τα σκαλιά και έβγαζε τα τακούνια της, άνοιγε τον κόμπο γύρω από την μέση της και εκείνος κατέβαζε το φερμουάρ από το φόρεμά της.
Τα χείλη παρέμειναν στο χρώμα του πάθους, δίνοντας παράταση στην ζωή.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Ουρανός

Ουρανός τα μάτια σου κι ας μην έχουν το χρώμα του. Η νύχτα έχει πέσει στην πόλη, αλλά όχι στην ψυχή μου. Εικόνες φτιάχνει, σχεδιάζει μορφές και τις τοποθετεί σε δικά της σενάρια. Ξεκίνησε η ρότα πριν από εκείνη και τράβαγε σκηνές, πηγαίες και αυθόρμητες. Στάθηκα σε ένα χάδι μόνο, σε άφησα να με καλύψεις και έτσι γίνηκες ουρανός κι ας μην είχες τα προσόντα, όπως έλεγες.
Ρυθμίζεις, ξεθαρρεύει και εμφανίζεσαι την ώρα την πιο αγαπητή, στην παράσταση του μορφέα.
Σε αναγνωρίζω κι ας μην σε ξέρω. Ρώτησα και έμαθα τι ήθελες να ήσουν, που ξενυχτάς και τι όνειρα κάνεις.
Ουρανός το κορμί σου κι ας έχει πιο πολλά σημάδια.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Γνώρισμα

Μια ψυχή είχε αίσθηση και ένστικτο. Προχώραγε εμπρός και γύριζε πίσω για να σε σκεπάσει τα βράδια. Έτσι, αθόρυβα παρατηρούσε και κρατούσε σημειώσεις σε ένα μικρό τεφτέρι, το οποίο φοβόσουν πως εύκολα σχιζόταν. Νοτισμένο, μα κοτσομένο, έβγαζε κάρβουνο από το πανωφόρι της και σημάδευε με σύμβολα της σελίδες. Νομίζω πως χαρτογραφούσε τον ουρανό, όχι τους ανθρώπους. Την ρώτησα ξέρεις, μπόρεσα και της μίλησα και έχω να σου πω, πως ήταν όμορφη. Όμορφη, ζεστή και ας ήταν τα χέρια της παγωμένα, έλεγε πως φταίει ο αγέρας.
Μια κρυμμένη δόση λάμψης και αυτογνωσίας σε παραξένευε εξαρχής, αλλά ήθελες να προσφέρεις κάτι στο πέρασμά της.
Είχε άρωμα και αίσθηση από χάδι. Κούρνιαζες μέσα της και όταν έσταζε δάκρυ, γινόταν ύδωρ εκείνη για να σε παρηγορήσει.
Μια ψυχή που θα περιπλανιόταν ακόμη στους αιώνες, ως παράδειγμα αγγέλου, κι όμως θέλησε την δικιά σου αφεντιά να γνωρίζει ως γνώρισμα δικό της.

Η στιγμή της είναι το άπειρο.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

Λιμάνι

Ακούω την τράτα να έρχεται. Έρχεται και αυτό με νανουρίζει. Είμαι στα ζεστά μου και εγώ ονειροπολώ την δροσιά της. Δεν είναι παγωμένη, εσύ απλά δεν της κάνεις. Είναι αργά και δεν ζητάς φως, μα φιλί, αίσθηση από κάτι γνώριμο. Αφή, νιώθεις και έρχεται η εικόνα σαν γεύση στον μυαλό σου. Υπέροχα όλα σου. Μια αγκαλιά που γέμισε και λικνίστηκε με του μορφέα την επίβλεψη.
Καταλαβαίνεις όσα μουρμουρίζω; έρχεται και πήραν οι εικόνες και με εναπόθεσαν σε γνώριμο περιβάλλον. Το αλάτι σε έχει σκεπάσει και ο πάγος πέφτει γύρω σου, να διατηρεί την στιγμή, μέχρι να ζητήσεις τις πυτζάμες σου να φέρουν για μια διανυκτέρευση.
Μπήκε στο λιμανάκι και φώτα την λούζουν. Η επαφή δεν χάθηκε. Εκείνη θα επιπλέει και εκείνη θα αγκαλιάζει, να ισορροπεί η γεύση με την αφή.
Ακούς τα γλαροπούλια και έρχεσαι στην προβλήτα. Έρχεσαι και αυτό με νανουρίζει.


Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Εφτάψυχο

Θα σε λάτρευα στους αιώνες, κι αν δεν το κάνω τώρα λέει, μα σαν γατί που μοιάζει ανεξάρτητο. Θωρεί πως μπορεί χωρίς εσένα, λείπει ώρες στα κεραμίδια, μα σαν χτυπήσεις το τενεκεδένιο κουτί, είναι ήδη στο δωμάτιο.
Σε κοιτά και περιμένει την στιγμή που θα γυρίσεις την πλάτη, να πλησιάσει και εσύ ρίχνεις κλεφτές ματιές.
Ανεξάρτητο το γατί, αλανιάρικο. Δεν μπορεί να σε αγκαλιάσει, ηθελημένα ή μη, αλλά θα 'ρθεί, θα πλησιάσει αθόρυβα, θα ρίξει πρώτα την ουρά και σαν δει πως δεν αντιδράς, αρπάζει την ευκαιρία και τρυπώνει.
Χαμηλά, ειν' χαδιάρικο και με την αφή κινείται το ρίγος της ηδονής σε όλο το κορμί.
Θα σε πούλαγα συνεχώς, κι αν δεν το τολμώ, μα θα ξόδευα τις δεκάρες για να πορευτώ και δεν θα έμενε ζωή. Θα σου πουν πως υπάρχει απόθεμα, κάντο Την μυρωδιά σου, την αίσθησή σου, την αναγνωρίζω, σε μένα.
Γατί, να σε ακολουθεί και να χάνεται. Να ανησυχείς, να καρτερείς, μα σαν ξεχαστεί, θα υπάρξεις εικόνα, πρόσωπο και φωνή.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Ωκεανός

Να μην φοβάσαι, να κλαίς! κάνει καλό, καθαρίζουν τα μάτια, έλεγε η γιαγιά μου. Αδειάζουν οι ωκεανοί της σκέψης και ηρεμεί το πνεύμα σου. Μόνο έτσι επηζείς, μόνο. Στην σιωπή σου να δίνεις χρώμα και ένταση. Η εξωτερίκευση να είναι δεύτερη φύση σου. Τόσα χρόνια με τον εαυτό σου που τα λες και τα κουβεντιάζει, το δάκρυ σε αγγίζει και σε  καθησυχάζει, πως τα όνειρα θα 'ρθούν, πως η πηγή της μοναξιάς δεν στερεύει και πάντα έχει και από ένα καινούριο καλούδι για την αφεντιά σου.
Τι έταξες πάλι στον εαυτό σου και δεν μπόρεσες να φέρεις εις πέρας; μίλα μου. Λίγο από 'δω και λίγο απ' εκεί, ξέρεις πως βγάζω άκρη με σένα και με το τρεχαντήρι σου.
Ποιος ξέρει, ότι σε πιλατεύω αιώνες να ξεκουμπιστούμε και να αποδράσουμε, έστω μέχρι την πρώτη παραλία;
Φυτεμένη ιδέα και έδειξες θάρρος και δάκρυσες. Δεν ήταν ωραία; βλέπεις, το είχες μέσα σου!
Έκλεισαν μέσα σου έναν ωκεανό και το μόνο που θα μπορούσε να σε περιβαλει θα ήταν μόνο άμμος!

Υπενθύμιση

Σου ζητώ να μου γράψεις και το αποτέλεσμα είναι, να έχει μπει ήδη το χαρτί στην μηχανή και να ψάχνω την ταινία για μια ακόμη σειρά από αποτυπώματα. Ήχοι, πότε αργοί και βασανιστικοί και άλλοτε βιαστικοί, να προλάβουν το δάκρυ. Σου έχω ζητήσει και φτάνω στο σημείο να έχω φτιάξει μια στοίβα από πράγματα που περιμένουν τον παραλήπτη τους, σε τάξη. Σε ήξερα και από πρίν; οικείος, φρόνιμος, μόνο κοιτά, σαν να γνωρίζεις την σειρά και το πρόγραμμα της κάθε εκδήλωσης.
Πέντε βήματα είναι μόνο, μπορεί να είναι και τρία, γιατί έχω κλέψει στο μέτρημα, μα η απόσταση μένει ακόμη και στις λέξεις. Πρέπει να κάνεις μια παύση για να βγει η επόμενη, πρέπει να πάρεις μια ανάσα και να δώσεις πνοή στην κουβέντα σου.
Σου ζήτησα και μου έπιασες το χέρι. Όλη η ενέργεια της γραφής ήταν εκεί, περνούσε μέσα μου και έσταζε το μελάνι στο φιλί.
Η ψυχή ξέρει, το παιδί είναι που φοβάται, γιατί είναι μικρό ακόμη , και την πρώτη λέξη που του έμαθαν, κοίταξε να την λέει συνέχεια για να ακουστεί, στους μεγάλους.


Βλέμμα

Είχε νούμερα σημειωμένα γύρω από τον λαιμό της με σύμβολα. Την κοίταζες και μέτραγες τις κουκίδες, τις συλλαβές και τα χείλη σου ήθελαν να ακουμπήσουν. Φως έπεφτε στην νύχτα και τα μάτια σου έμεναν ανοιχτά για την αλλαγή. Ήταν μια μορφή της θέλησής σου, ήταν λευκή με μαύρα στίγματα. Θυμάσαι ακόμη και τώρα τα πάντα, αλλά δεν θα την σκιτσάριζες, δεν θα γινόσουν τόσο αφελής και να την ζωγραφίσεις για να την έχεις στο δωμάτιό σου. Ήξερες πως αν την δημιουργούσες στον καμβά σου δεν θα μπορούσες να φτιάξεις το πρόσωπο, γιατί το βλέμμα ακόμα δεν μπορείς να το ξεχάσεις, όταν η νύχτα δεν έχει φως.
Ήταν μαύρο το νυχτικό που προτιμούσε και τα μαλλιά της άφηνε να πέσουν πάνω σου, μόνο αφού την είχες αγγίξει.
Σε ζηλεύω, την έχεις δει και σε φαντάζεται και εκείνη να μετράς ακόμη το κενό.