Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Τσάρκες στο Παρίσι



Μια φορά κι έναν καιρό, όπως ξεκινούν όλα τα παραμύθια, δύο τετράγωνα παρακάτω από εδώ εξελισσόταν το δράμα της πριγκίπισσας σίσσυς. Είχε μαζευτεί  κόσμος και κοσμάκης για να παρακολουθήσει την πρώτη θεατρική παράσταση που είχε σκηνοθετήσει η ίδια. Κανονικά θα έπρεπε να ασχοληθούμε λεπτομερώς με το ποια είναι η πριγκίπισσα, αλλά σε τούτο τον κόσμο, όλοι είχαν τίτλους  και μαρκίζες έξω από την οικία τους.

Κόρη του λόρδου Βύρωνα και θυγατέρα της Πηνελόπης Ω , έκτη στην σειρά των τέκνων τους και πρώτη θυγατέρα. Όσο παράξενο και αν ακούγεται στόχος των ζευγαριών σε τούτη την εποχή είναι το να φέρουν στον φως του κόσμου, μια και μοναδική κόρη και αυτό γιατί αυτομάτως οι γυναίκες παίρνουν τίτλο ευγενείας, ενώ οι άνδρες αφού και εφόσον παντρευτούν.

Αλλά ας γυρίσουμε πίσω στην αγχολυτική μέρα της πριγκίπισσας σίσσυς. Υποτίθεται πως ένα τέτοιο γεγονός, θα είχε όλη την προσοχή, τουλάχιστον τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων, αλλά όταν όλα τα κάνεις μόνη σου και όταν λέμε μόνη, εννοούμε ΜΟΝΗ, δεν υπάρχει χρόνος να τρέχεις από κολώνα σε κολώνα να τοιχοκολλήσεις αφίσες, να ανέβεις σε κάθε λογής δέντρο και να φωνάζεις σαν ντελάλης για το γεγονός. Μια ηλεκτρονική πρόσκληση έμοιαζε αρκετό, αλλά όταν το διαδίκτυο λογαριάζεται ως τεκμήριο πολυτελούς διαβίωσης το αποτέλεσμα είναι γονείς και θειάδες στις πρώτες σειρές και έπειτα το χάος από κηφήνες και υποψήφιους γαμπρούς.
Παρ’ όλα αυτά, η παράσταση ήταν να πραγματοποιηθεί και να κινηθεί εντός σχεδιαγράμματος. Όνειρό της ήταν η προβολή του συγκεκριμένου έργου στις Κάννες και η απόκτηση ενός χρυσού αγαλματίδιου, που θα έφερε την επιγραφή «δικό σου για πάντα».

Το έργο έμοιαζε να έχει προσδοκίες ή μάλλον έτσι είχε φτιαχτεί εξ’ αρχής από την δημιουργό του. Στοιχεία δράματος, ένα απρόσμενο τέλος και μια πρωταγωνίστρια επί της σκηνής.

Φώτα έκλεισαν, κουρτίνες άνοιξαν και η εν λόγω πριγκίπισσα με ταπεινή κατά την εποχή αμφίεση εθεάθει να δημιουργεί ποικίλα σχόλια και εντυπώσεις στους επίδοξους θεατές. Μισή ωρίτσα διήρκεσε όλο κι όλο. Απέσπασε χειροκρότημα από τους κηφήνες και δυο, τρεις ανθοδέσμες και ένα γλαστράκι , δωρεά του διπλανού φυτώριου.

Όσο κι αν φαίνεται λίγο παράδοξο το όλο σκηνικό, ήταν πέρα για πέρα αληθινό.  Υποκλίθηκε στο κοινό της, ξέβαψε πρόσωπο, άλλαξε αμφίεση και έπεσε στο κρεβάτι της να κοιμηθεί, όπως κάθε βράδυ άλλωστε με χαμόγελο και όνειρα που ξεπερνούσαν ακόμη και τον γαλαξία μας.

Την επόμενη μέρα, οι γονείς της την παρότρυναν να πάει στο εξωτερικό για σπουδές επί των θεαμάτων, αλλά υπήρχε μεγάλη ανησυχία για το μέλλον της, καθώς ήταν σε ηλικία γάμου. Όλες έπρεπε ως τα 25 να έχουν δηλώσει δημοσίως την προτίμησή τους, να κλειστούν τα προικιά και να δρομολογηθούν τα γλέντια και οι χοροί για έναν χρόνο. Οι σπουδές της πριγκίπισσας θα διαρκούσαν πολύ περισσότερο. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο αυτό, αλλά στο στο εξωτερικό, όλα ήταν τελείως διαφορετικά από ότι δυο τετράγωνα παρακάτω. Του τέστιν, κανέναν τίτλος ευγενείας σε άνδρα ή γυναίκα, κανένας περιορισμός και σαφώς πολύ περισσότεροι κανόνες που θα έπρεπε να γνωρίζει.

Αν και έμοιαζαν όλα πονοκέφαλος για τους γονείς της πριγκίπισσας σίσσυς, συμφωνήθηκε να δηλωθεί γαμπρός, του οποίου η οικογένεια θα θυσίαζε τα γλέντια για να γίνει άμεσα ο γάμος. Η ίδια δεν έφερε αντίρρηση και αυτό γιατί είχε δρομολογήσει με τον κολλητό της ονόματι Ζαν Κλωντ  Μπατίστ κουτρούλη να φύγουν μαζί για το μακρινό Παρίσι το ίδιο βράδυ.

Ένα σακί που χώραγε νυχτικό, σοκολάτες και τα κείμενά της. Ο Ζαν είχε πάρει τα ανάλογα, μολύβια, ψωμί και τους οβολούς από τα προικιά της.

Αν και οι γονείς της όταν αντιλήφθηκαν πως είχαν δραπετεύσει, δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα, καθώς βρήκαν άμεσα το σημείωμα που είχαν αφήσει οι επίδοξοι ονειροπόλοι: «πάμε λίγο πιο κάτω, 6 τετράγωνα για την ακρίβεια επί της οδού «Παρισιού». Το κάθε τετράγωνο έφερε και την ονομασία μίας χώρας, ενώ οι δρόμοι του είχαν αντίστοιχα ονομασίες πόλεων. Χρώματα, φαγητό, κουλτούρα όλα του εκάστοτε πολιτισμού.  Ήξεραν πως η σίσσυ δεν θα άντεχε να τρώει κρουασάν και τόστ, ενώ ο ζαν πέθαινε για λίγη πετσούλα από τα σουβλιστά κάθε Κυριακή, άρα σκέφτηκαν πως ήταν θέμα χρόνου να επιστρέψουν και να γίνουν όλα εντός σχεδιαγράμματος.

Από την άλλη η σίσσυ πια είχε δικό της διαμέρισμα, με γραφείο που συνδεόταν απευθείας με επώνυμους συγγραφείς και ο ζαν κλωντ είχε απέριοριστες επιλογές εργασίας, καθώς ήταν πλούσιος πια, με τόσα χρυσά φλουριά, ικανά να του εξασφαλίσουν μια χαλαρή και άνετη ζωή.

Πέρασαν 2 μήνες από τότε που έφυγαν από τα σπίτια τους και ενώ είχαν αρχίσει οι γονείς τους να χάνουν κάθε ελπίδα να τους ξαναδούν, η σίσσυ και ο ζαν επέστραψαν για να δώσουν μια νέα παράσταση.

Εδώ και μέρες στο τετράγωνο είχαν δει κάποιες αφίσες, είχαν ακούσει για μια καινούρια παράσταση, αλλά τίποτα δεν έμοιαζε να ήταν της σίσσυς. Πρωταγωνιστές ένα σωρό και οι καλύτεροι χορογράφοι. Όλοι είχαν λάβει θέσεις, τα φώτα έσβησαν οι κουρτίνες άνοιξαν και είδαν έκπληκτοι την σίσσυ και τον ζαν να τους καλοσωρίζουν με αμφίεση αντρόγυνου.  Ένα λευκό φόρεμα για την σίσσυ και ένα κουστούμι με παπιόν για τον ζαν.

Η παράσταση δώθηκε κανονικά, είχε στοιχεία τραγωδίας, ένα μέρος κωμωδίας και την νουθεσία από το ταξίδι.

Απέσπασαν χειροκρότημα στο τέλος από όλους, γονείς, γείτονες, δούκες και βασίλισσες και όλοι υποκλίθηκαν σε αυτό που δεν φαντάζονταν  ποτέ. Πως είχαν γυρίσει σε αυτό που τους ήταν γνώριμο, μα και συνάμα διαφορετικό πια!

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Δικηγόρος

Στην πρώτη δικαιολογία θα σταματήσω. Θα είναι αρκετή για να καταλάβω, πως υποστηρίζω το ψέμα. Κρύβονται τα σημάδια, αλλά αν ρίξεις νερό, βγαίνουν στην επιφάνεια και αρχίζουν το παραμιλητό.
Στην πρώτη κακοτοπιά θα σταματήσω. Θα υποβάλλω μήνυση κατά παντός υπευθύνου και θα ζητήσω επιστροφές. Γραπτή ομολογία ζητήθηκε από τους ενόρκους και να δηλωθεί το άλλοθι που είχαν για τις ασωτίες τους.
Στην πρώτη πρόταση θα βάλω τελεία και θα ανασάνω και αυτό γιατί η αρχή έχει ειπωθεί τόσες φορές, αλλά μετέπειτα διηγούμαι μια νέα ιστοριούλα.
Κάποιος θα πρέπει να με πείσει και εμένα, πως ηθελημένα διαλέγω τον κατήγορο και τον θύτη, να είναι αγαπητά μου πρόσωπα.
Θα πρέπει να περιμένω έτη πολλά για να πάρω απαλλαγή από όλο το φιάσκο και να αποχαιρετήσω την αίθουσα που με έμπασε στα μεγαλεία και στα πράγματα.
Δηλώνω αθώα, αλλά συνένοχη στα μυστικά σου.

Άχυρα

Ο σαλεμένος γητευτής και το αλλόκοτο ξωτικό προσπαθούν να θέσουν ερωτήματα και να πάρουν απαντήσεις. Κι αν δεν ήξεραν πως η όλη φασαρία γίνεται για το τίποτα κι αν δεν ήξεραν πως θα μάλωναν για κάτι ποταπό, όπως η αμαρτία.
Σε ξέχωρα κελιά κοιμούνται. Λένε τραγούδια λίγο πριν το τέλος της μέρας και αφηγούνται μετά την πρώτη φορά που το άκουσαν. Πρέπει η νύχτα να τους είχε θολώσει. Με τέτοιο φεγγάρι σαν το αποψινό, δεν θα είχε κανείς μυαλό για δεύτερες σκέψεις, θα έπινε ήσυχα το κρασί του και θα ακολουθούσε τον δρόμο της απομόνωσης.
Εσύ γιατί πρέπει να αφεθείς ελεύθερος; και εγώ γιατί να κάθομαι έξω από ένα κλουβί και να χαζεύω μέσα του; όλοι είχαν απορίες και εσύ πέρναγες από δίπλα τους, αγέρωχος με ποτό παγωμένο στα χέρια και ζήλευαν την διαχωριστική γραμμή.
Πρώτη μέρα στο προαύλιο και πιάστηκαν στα χέρια. Συνηθισμένο για πρωτάρηδες, ξεχασμένο για τους αιώνιους ταλαίπωρους. Γίνηκε μια χαρακιά και ακούστηκε το τουφέκι. Απομακρύνθηκαν τα μαχαίρια και όσοι ήταν δίπλα στην γραμμή, κίνησαν προς τα πλέγματα.
Το αίτημα ήταν το ίδιο, όπως και χθες. "να μας χωρίσετε! ανήκουμε αλλού. εγώ εδώ και εκείνος πάνω στο άλογο".

Πεταλιές



Πάταγε πρώτη το πετάλι και άφηνε να γυρίσει μόνο του στην κατηφόρα. Ένιωθε να υπάρχει η κίνηση και η ένταση περισσότερο από τον αέρα και χάζευε τα μαλλιά της που δήλωναν μπερδεμένα λίγο πριν το φρένο στην στροφή. Άλλη μια πεταλιά και ήρθε αντικριστά ο ήλιος. Θα παραβγούμε ως το επόμενο τετράγωνο και θα μοιραστούμε μια λεμονάδα στο μπακάλικο στην γωνία. Μύριζε βανίλια το δέρμα της και σκεφτόσουν δροσοσταλιές να κυλούν σε μέρα ζεστή.
Μικρή αποστολή με τα ποδήλατα όλο το απόγευμα, να γυρίζουμε σε όλο το χωριό. Αν και ξέρω κάθε άκρη του, το γρασίδι έμοιαζε πιο ζωηρό και εγώ όλο και πιο σκοτεινός. Ώσπου να γυρίσω στην αυλή μου, ο ήλιος με είχε καληνυχτίσει, μαζί με εκείνη, που δεν ξέχασε φιλί και ευχή για την επόμενη μέρα.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Ο διπλανός

Στον κόσμο σου δεν θα τολμήσει κανείς να πατήσει. Θα σβήνεις σημάδια ύπαρξης και θα αλλάζεις ρότα, όταν θα το συλλογιστείς πολύ. Ο ουρανός άδειος για να τοποθετήσεις όσα σχήματα και ζωγραφιές ήθελες, μα τον κρατάς αδειανό, να έχεις χώρο για το αύριο που δεν τολμάς να αγγίξεις και ας λες τα λόγια. Εδώ που στέκομαι, δεν μπορεί  να έρθει κανείς και να δηλώσει παρουσία, γιατί επέλεξα να βλέπω χρώματα από το μαύρο, όχι το λευκό.
Μετρώ τα σύννεφα που περνούν σαν δείγμα από γεύσεις και ζηλεύω το πιο μικρό που μοιάζει να τρέχει πιο γρήγορα από τα άλλα, δίχως φορτίο, αλλά ξέρω πως είναι ατμός και εγώ βάρος.
Σου έχω υποσχεθεί μια φυλακή, σε έχω φιλέψει καρφιά και σε έχω αφήσει με σανδάλια πάνω σε πάγο και φωτιά.
Στον κόσμο σου δεν θα τολμήσω να πατήσω. Θα σβήνω σημάδια ύπαρξής του κι ας ξέρω όλες τις εκδοχές του. Θα αλλάζω ρότα σαν θα το σκεφτώ και οι μορφές θα μοιάζουν άμμο και νερό, όχι σώμα και ψυχή.
Θα σε ομορφαίνουν τα χρόνια και θα ζηλεύω το φιλί που δεν ζωντάνεψε και ας το παρακάλεσα χιλιάδες βραδιές, αντικρίζοντας άδειο ουρανό.

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Ερωμένες

Στέρεψαν οι ερωμένες. Συνήθως τέτοια ώρα θα είχαν κατακλίσει το κρεβάτι, θα είχαν αφήσει στην άκρη τα υποτυπώδη νυχτικά τους και θα είχαν απλώσει τα κορμιά τους νωχελικά, μα εσκεμμένα πάνω σε νου που πάσχει από λήθη. Η νύχτα βιάζεται σήμερα, έχει σκεπαστεί διεξοδικά από ουρανό που δεν μοιάζει να φέγγουν άστρα πια και να τιθασεύει πιο έντονα την σκέψη.
Έπρεπε μήπως κάτι άλλο να πω; να κεράσω ίσως ένα λικέρ χειροποίητο στα χείλη τους και να τις καλέσω μια ακόμη φορά; όχι απόψε, που αν η μοναξιά έσπαγε, θα ήταν λύτρωση για τον επόμενο αιώνα.
Σε ακούω, δεν έχει κοιμηθεί ακόμη. Όσα τολμάς και λες χτίζουν εγκώμιο στον μορφέα, όχι σε μένα, ο οποίος έχει κάτσει εδώ και ώρα και περιμένει να ανασηκωθεί, να μαζέψει τα μανίκια του και να νουθετήσει τις κορασίδες στον κόσμο του.

Ίσως και να αφέθηκα στην πλάνη τους, ίσως και να ξεκίνησα πριν από τον κόσμο να γυρνώ σε μέρη ποταπά για την εικόνα σου, μήπως και δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα.
Εδώ και άγιοι πείθονται πως η κόλαση είναι δρόμος για την σωτηρία.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Αρραβωνιάσματα

Κοιτούσε το φόρεμα και εκείνος χάζευε εκείνη. Μετρούσε τα δάχτυλά της, το πάχος γύρω από τα κόκκαλα, λες και εκείνη την στιγμή έπαιρναν τα δείγματα για το ράψιμο. Ήθελε να ήταν μονόχρωμη η βραδιά και μονοπρόσωπη. Να τελεστούν όσα έπρεπε, αλλά εκείνη να παρευρισκόταν μόνο στην χαιρετούρα και στην δεξίωση, πως αλλιώς θα χειροκροτούσε;
Κοίταζε τις λεπτομέρειες και εκείνη χάζευε την μορφή του. Περιέγραφε στον εαυτό της το μήκος των μαλλιών του, το πως έδενε το χέρι του γύρω από την μέση της, λες και ήταν η ώρα της απογραφής των σφυγμών. Ήθελε να ήταν χλωμός και να ακουμπά σε χρώματα δικά της. Να ειπωθούν όσα πρέπει, αλλά εκείνος να είναι ελεύθερος να κάνει μια ακόμη πρόταση για φυγή στα μάτια της, πως αλλιώς να την κρατούσε!
Έδωσαν χέρια, πιάστηκαν μοίρες και φιλιά γύρω τους και πάλεψαν για την πρωτιά στα δαχτυλίδια.
Διάλεξαν χρυσό, διάλεξαν πέρλες και διαμάντια. Ένα για το σώμα να φυλά, ένα για την αγάπη, πολλά για την ψυχή.
Όλα υπήρξαν σιδερωμένα, ατσαλάκωτα και στρωτά κι ας είχαν βγάλει από πάνω τους τα κουρέλια μια στιγμή πριν από το φινάλε.

Κλασσικό παραμύθι

Το παραμύθι κράτησε όσο οι τέσσερις σελίδες του και αναρωτιόταν για το μεγάλο φινάλε εκτός της γραφής. Κανόνες που υπακούν μόνο σε ό,τι δείχνει, σε ό,τι αποκαλύπτει ο διάλογος με την πρωταγωνίστρια. Τα χέρια του υποδείκνυαν δάκρυ και εκείνη έγειρε στο πάτωμα, να πάρει την θέση του θύματος. Χάραξε με την κιμωλία, πρόδωσε το άλλοθι στο φιλί και με υπομονή κοίταζε ουρανό να ανοίγει και να πετά εικόνες έτοιμες σε κορνίζες.
Όλοι ήθελαν, όλοι ήλπιζαν, όλοι εκτός από την ακίνητη μορφή της που δεν θα σε πρόδιδε σε εκείνον, ούτε αν της έλεγε λόγια σε πράξεις.
Όποιος κι αν σε εφεύρε είχε μελετημένο το σχέδιο και τίποτα δεν θα σταμάταγε να ειπωθούν οι φθόγγοι από στόμα υγρό, πλημμυρισμένο από σταγόνες. Ακόλουθοι, να ζεσταίνουν το κρεβάτι της και το παραμύθι πάντα να τελειώνει στις τέσσερις σελίδες του. Σκεφτόταν το εξώφυλλο, τα ανάγλυφα σημάδια του και αν το χρώμα αυτό ήταν το σωστό.
Μουτζούρες τις οποίες ξέρει απέξω και ανακατωτά και ένα στιχάκι που αν θυμάμαι καλά, κάτι έλεγε για τέλος, καλό ή κακό, αλλά στα δικά του χνάρια.
Ακούμπησε στο μαξιλάρι το βιβλίο και έφυγε μέσα στην νύχτα, να υπακούσει και να βρει το θηρίο που ήλπιζε να τον ορίσει ιππότη.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Ανυποψίαστοι

Πέρναγε ο χρόνος με ρυθμούς που ούτε και ο ίδιος φανταζόταν ποτέ και χάιδευε ο ήλιος το πρόσωπο πια. Καθόταν στα χαλίκια και πέταγε ένα κάθε λεπτό, όλο και πιο εκεί. Σκόνη από τον αέρα στο πρόσωπο. Τα ρούχα του άλλαζαν χρώμα, αλλά τον ένοιαζε μονάχα η εικόνα εμπρός του. Σε θυμάται ακόμη και αναπολεί το θλιμμένο σου πρόσωπο που έφεγγε στα σκοτάδια του, γιατί ήξερε πως χαμογελούσες όταν τον σκεφτόσουν.
Χάιδευε το πρόσωπό του και έφευγαν τα σημάδια για μια στιγμή. Ήταν λες και ο χρόνος ξεπέρναγε τον ορίζοντα και στροβίλιζε την μορφή της σε θάλασσα και ουρανό. Το μαύρο πλησίαζε και εκείνος το απωθούσε μαζί με την σκόνη από τα χείλη του.
Σε ήθελε, σε θέλει κοντά, οικεία, σαν θέρμη, σαν πανοπλία φτιαγμένη από ατσάλι και φιλιά.
Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή και ήταν αρκετή να παρουσιαστείς με ένα χάδι στην πλάτη και να τον ρωτήσεις, αν όλα είναι καλά και να του χαμογελάσεις.
Έτυχε τα όνειρα να μένουν κοντά!

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Κατακλυσμός

Σου έχουν απομείνει δυο σταγόνες ζωής και το μόνο που κάθεσαι και κάνεις, είναι να γράφεις απομνημονεύματα για το μέλλον. Με δυσκολία βγαίνει η ανάσα και τραβάς το χέρι σου παραπέρα από το χαρτί, να πιάσεις το νερό, να πιεις και να σωθείς.
Δροσίζεσαι, ενώ έξω γίνεται κατακλυσμός από φιγούρες και νέα. Θα στολιστείς, ναι, θα ξοδέψεις και την τελευταία σταγόνα από το άρωμά σου πάνω στις σελίδες σου και θα πεις αντίο σε χθεσινά τερτίπια.
Σου έχουν μιλήσει για αυτήν τόσες φορές, σε έχουν πλανέψει με την εικόνα της και έχεις αφεθεί πάνω στα σεντόνια σου, να κινείσαι νωχελικά και να ελπίζεις για ένα άδοξο τέλος.
Είσαι βασανιστικά όμορφη, ακόμη και σε αυτήν την ύστατη στιγμή, που καθορίζει ο χτύπος την ύπαρξή σου κι όμως πιστεύεις πως είναι εκεί η σκιά σου.
Σε γνωρίζω, όσο κανείς άλλος, αλλά θα ευχόμουν να μην ήξερα πως ήσουν. Οι συμβουλές περισσεύουν και ακούς μονάχα πνοές να αντικρούονται με τις σκέψεις.
Σου έχουν απομείνει δυο στάλες φιλιά, μην τα σπαταλάς!