Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Παρατεταμένη εφηβεία

Παρατεταμένος ο ήχος από την μελωδία της μηχανής που κρατούσε την βάρκα ακόμη μέσα στο νερό και σώπαινε η νύχτα από τους θορύβους της. Παρέμενε μυστήριο η ομορφιά της και η μοναδικότητα που είχε στα μάτια του. Σαν να του θύμιζε νιάτα, την χλιδή του παρελθόντος και τον παιδικό έρωτα.
Κράταγε στο χέρι αγκίστρια και τις χαρακιές του από τα τραβήγματα του παραγαδιού. Κράταγε από το χέρι την μορφή της, να την πάει βόλτα στα λημέρια του, στο μοναδικό μέρος που δεν τολμούσε να πει πως κατείχε, την θάλασσα.
Θα σταμάταγε την μηχανή κάπου στην μέση του πελάγους, σε σημείο ικανό για να διαχωριστεί η καθημερινότητα από την αφύπνιση και την ανάσα του. Έβαλε μια γουλιά αλκοόλ και περίμενε να τον κοιτάξει στα μάτια. Όλο και κάποιο χαμόγελο θα έσκαγε κι αυτό γιατί σε έναν ολόγιομο ουρανό από αστέρια, όλο και κάποια ευχή θα γινόταν.
Ξάπλωνε μαζί του και η γενναιοδωρία της στιγμής ήταν η βροχή από την αλμύρα και η δροσιά των χειλιών της.
Θα επέστρεφε το ξημέρωμα στην προβλήτα, κρατώντας στο χέρι έναν κουβά γεμάτο κεράσματα και την φυγή του αφημένη να κάνει ευχές και να παρατείνει τον απόηχο της βραδιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: