Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Ο χωρικός


Μια φορά κι έναν καιρό, όπως ξεκινούν όλα τα παραμύθια σε μια χώρα μακρινή ζούσε ήσυχα και αμέριμνα ένας χωρικός.  Φρόντιζε τα ζώα του και έβγαζε το ψωμί του από αυτά και ζούσε την οικογένειά του.
Όλα κυλούσαν ήσυχα, με τους ίδιους ρυθμούς κάθε μέρα, ώσπου έτυχε και πέρασε από μια κοντινή φάρμα για να δώσει στον ιδιοκτήτη , τυρί και κρέας που του είχε παραγγείλει. Αντίκρισε για πρώτη φορά στην ζωή του έναν άγγελο, μια πριγκίπισσα. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, σε τούτη την χώρα οι πριγκίπισσες και τα πριγκιπόπουλα εργάζονταν όπως όλοι οι χωρικοί για να γνωρίζουν πως ζουν οι πολίτες τους, να εκτιμούν όσα έχουν και να τους βοηθούν σε ό,τι είχαν ανάγκη. Έτσι και η πριγκίπισσά μας, δεν είχε πολλές μέρες που είχε φτάσει στο συγκεκριμένο σπιτικό για να τους βοηθήσει με την φάρμα τους, καθότι ο αφέντης του σπιτιού ήταν άρρωστος.
Ο χωρικός μας θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Κατάμαυρα ίσια μαλλιά, που πάνω τους αντανακλούσε το φως της μέρας και την νύχτα ολόκληρος ο ουρανός. 
Παρέδωσε την πραμάτεια του στον αφέντη του σπιτιού και έφυγε. 
Παρόλο που μια πριγκίπισσα εργαζόταν σε ένα απλό σπίτι, δεν επιτρεπόταν να της μιλάει κανείς άλλος, πέραν όσων ζούσαν σε αυτή την οικία.
Γυρίζοντας στο σπίτι του ο χωρικός, συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά. Τρομοκρατήθηκε, δεν ήξερε τι να κάνει. Η γυναίκα του τον είχε φωνάξει αρκετές φορές και εκείνος δεν είχε απαντήσει.  Δεν ήξερε πως την πριγκίπισσα την είχαν καταραστεί μικρή, να μην μπορεί άντρας να την κοιτάξει στα μάτια, όποιος τολμούσε  θα έχανε την φωνή του. Η κακιά αδερφή του βασιλιά, ζήλευε το κορίτσι για την ομορφιά της και τα υπέροχα μαλλιά της και αντί για ευχή σαν γεννήθηκε, της έδωσε κατάρα.
Ο χωρικός δοκίμασε πολλά γιατροσόφια, αλλά τίποτε δεν επανέφερε την φωνή του. Η γυναίκα του τον χώρισε, γιατί ρώτησε και έμαθε τι είχε κάνει ο άντρας της εκείνη την μέρα και ζήλεψε τόσο που θεώρησε πως την είχε προδώσει.
Από  τότε ο χωρικός ζούσε μόνος, όποια γυναίκα τον πλησίαζε έφευγε απογοητευμένη, διότι δεν έπαιρνε μιλιά από εκείνον. Ποια να πιστέψει πως έφταιγε μια κατάρα;

Τα χρόνια περνούσαν, αλλά ο χωρικός δεν ξέχναγε στιγμή την πριγκίπισσα, πήγε πολλές φορές στην κοντινή φάρμα που την είχε πρωτοδεί, αλλά άφαντη.

Ένα βράδυ ο χωρικός πήγε στην τοπική ταβέρνα να πιει ένα κρασάκι να ξεχάσει  το κακό που τον είχε βρει, μήπως ξέχναγε επιτέλους και την μορφή της. Στο μπαρ καθόταν μια κοπέλα, με μακριά ίσια μαλλιά, μαύρα. Σκέφτηκε ο χωρικός πως αποκλείεται να ήταν εκείνη , κι όμως σαν ζύγωσε κοντά και είδε τα μάτια της, μια φωνή ακούστηκε να λέει « αγάπη μου». 
Ναι ήταν ο ίδιος, μετά από τόσα χρόνια το μόνο που έπρεπε να είχε γίνει για να λυθεί η κατάρα ήταν  να την ανταμώσει βράδυ, αλλά όχι κάτω από ουρανό.
Η πριγκίπισσα γύρισε, τον κοίταξε και έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας. Πρώτη φορά άκουγε να την αποκαλεί κάποιος έτσι . Αφού της σκούπισε τα δάκρυα ο χωρικός, κάθισαν και ήπιαν ένα ποτό. Μίλησαν για όσα είχαν γίνει, όλα αυτά τα χρόνια της μοναξιάς. Η πριγκίπισσα δεν μπορούσε να παντρευτεί κανέναν και ο χωρικός, δίχως φωνή ήταν αδύνατον να ξανακάνει οικογένεια.
Η ώρα πέρναγε και είχαν μείνει μόνοι στην ταβέρνα. Η πριγκίπισσα έγειρε στον ώμο του και εκείνος της χάιδεψε τα μαλλιά με ένα γλυκό φιλί.  
Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας μετά από ώρες πήγε να τους πει να φύγουν για να κλείσει και εκείνος να πάει να ξεκουραστεί, αλλά προς έκπληξη του δεν απάνταγε κανείς. 
Είχαν κοιμηθεί  ο ένας στην αγκαλιά του άλλου για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: