Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Έρημος

 Μια όαση στολισμένη με αγκάθια, να ανασαίνει η νύχτα ήσυχα από ξένου μάτι. Βυθίζεται σε σκέψεις που αντανακλούν σε έρημο, μόνο μια θύελλα παίρνει άμμο από την ψυχή της  και την ταξιδεύει παραπέρα.
Κλείνει βλέφαρα μέσα σε φιλιά και ο απόηχος φυλακίζεται σε τούτα τα μέρη ξέρεις τις νυχτιές. Ένα ματωμένο φεγγάρι προδίδει ίχνη σε γη και ξέρεις πως ήταν πολλοί οι ταξιδιώτες που πέρασαν, μα δεν μπόρεσαν να την εύρουν, να ξαποστάσουν εντός της και να αφεθούν για λίγο σε τούτο τον αφιλόξενο τόπο.
Μια όαση που σου θυμίζει, πως οφείλεις να προχωρήσεις, να φτάσεις στο τέλος για το δικό της φιλί. Να έχει λόγο να θυμάσαι την στιγμή, που έμοιαζε διαφορετική από μια παραίσθηση. Θα δοκιμάσεις σθένος, τον ίδιο τον μορφέα για τις παραγγελίες που του κάμεις. Μια γουλιά από εκείνην και ξαναγεννήθηκαν δάκρυα, να τρέξουν, να μην στερέψει ποτέ.
Έτσι θα την έχεις στο μνημονικό σου, σαν αστέρι κρυμμένο σε τόση σκόνη, σε τόση ερημιά.